Ένας καλοστεκούμενος και γοητευτικός άνδρας, σικάτος και ντυμένος στην πένα, κατεβαίνει από ένα λεωφορείο σε ένα σταυροδρόμι, στη μέση του πουθενά. Δεξιά και αριστερά, η γνώριμη ανοιχτωσιά της αμερικανικής ενδοχώρας. Μπρος και πίσω του, ξεροτόπια και καλαμποκοχώραφα. Σχεδόν από το πουθενά, ένα ψεκαστικό αεροπλάνο κάνει την εμφάνισή του. Αντί να ποτίσει όμως την άνυδρη γη, επιτίθεται στον πανικόβλητο άνδρα, που τρέχει να σωθεί κακήν κακώς. Ό,τι ακολουθεί είναι το υλικό από το οποίο φτιάχνονται οι σκηνές ανθολογίας του κινηματογράφου. Εικόνες και στιγμιότυπα που επιβιώνουν στον χρόνο και γίνονται κομμάτι μιας αταβιστικής κληρονομιάς.
Ο άνδρας στην παραπάνω σκηνή ουδεμία σχέση έχει με πράκτορα, κατάσκοπο, αστυνομικό ή σεσημασμένο εγκληματία. Γενικότερα, δεν είχε ποτέ έως τώρα στη ζωή του κανένα μπλέξιμο, κανενός είδους, απολαμβάνοντας μια τρυφηλή και ιδιαίτερα προστατευμένη ζωή (θα επανέλθουμε λίγο αργότερα σε αυτό). Ο Ρότζερ Θόρνχιλ (ο υπέροχος Κάρι Γκραντ, που συνδυάζει τη βελούδινη γοητεία με έναν αφοπλιστικό παλιμπαιδισμό), διαφημιστής στο επάγγελμα (πλέον, θα βιώσει τις περιπέτειες που σκαρφίζεται για να πείσει το καταναλωτικό κοινό), βρίσκεται ξαφνικά παγιδευμένος σε ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό, θύμα μιας ολέθριας παρανόησης και ανήμπορος να εμπιστευτεί τον οποιοδήποτε. Στην πραγματικότητα, ο Θόρνχιλ είναι αναγκασμένος να επιβιώσει σε μια σκακιέρα τριπλής εξαπάτησης-παραπλάνησης:
A) Μια φιλοσοβιετική μυστική οργάνωση (είμαστε στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, μην ξεχνάτε), που τον έχει μπερδέψει με τον Αμερικανό μυστικό πράκτορα Κάπλαν, τον θέλει πάση θυσία νεκρό, B) Οι ίδιες οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δεν καίγονται ακριβώς για να τον βοηθήσουν, καθώς φοβούνται μήπως αποκαλυφθεί πως έχουν επινοήσει τον Κάπλαν, για να ρίξουν στάχτη στα μάτια των αντιπάλων τους και Γ) Η γυναίκα την οποία έχει καψουρευτεί (Εύα Μαρί Σέιντ, σε μια ελαφρώς διαφοροποιημένη εκδοχή της ξανθιάς χιτσκοκικής πρωταγωνιστρίας, που μοιάζει πάντα με ανέγγιχτο εντελβάις) ενδέχεται να δουλεύει για οποιαδήποτε από τα δύο στρατόπεδα, χώρια που είναι αδύνατον να αντιληφθεί αν τον προστατεύει ή αν θέλει να τον προδώσει.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ως γνωστόν, λάτρευε τα παιχνίδια και τους γρίφους της νοθευμένης ταυτότητας, όμως εδώ πραγματικά ξεπερνά τον εαυτό του, βυθίζοντας τον ήρωά του σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Διόλου τυχαία, εξάλλου, o τίτλος North by Northwest δεν αντιστοιχεί σε κάποια ένδειξη της πυξίδας, δηλώνοντας μια συνθήκη ολικού αποπροσανατολισμού και άγνωστου πεδίου. Μέσα σε αυτόν τον κακό χαμό, ο Θόρνχιλ παλεύει σε πρώτο επίπεδο να αποκαταστήσει το όνομά του και να ξεγλιστρήσει από τον κίνδυνο. Στην πραγματικότητα, πασχίζει να αποκτήσει για πρώτη φορά τη δική του ανεξάρτητη ταυτότητα, κάνοντας τα πρώτα βήματα προς μια καθυστερημένη ενηλικίωση και έναν αργοπορημένο απογαλακτισμό.
Ο Θόρνχιλ, ένα χαϊδεμένο και καλοζωισμένο mama’s boy που δεν λέει να απαγκιστρωθεί από τις φροντίδες και το χαλινάρι της μητέρας του, είναι αναγκασμένος να ανακαλύψει τον εαυτό του, αν θέλει να γλυτώσει τη ζωή του. Ο παμπόνηρος Χίτσκοκ δεν επέλεξε, άλλωστε τυχαία την Τζέσι Ρόις Λάντις, που ήταν μόλις 7 χρόνια μεγαλύτερη από τον Κάρι Γκραντ, για τον ρόλο της μητέρας του Θόρνχιλ: βλέποντάς τον να περπατά και να στέκεται δίπλα της, νιώθουμε πως έχουμε να κάνουμε με έναν υπετροφικό μπέμπη που νοσηρά αποκαλεί «μαμά»μια γυναίκα σχεδόν συνομήλική του.
Στην πορεία, πέρα από τον μητρικό ομφάλιο λώρο, ο Θόρνχιλ καλείται να ξορκίσει και τον -σχεδόν αναπόφευκτο- ευνουχισμό που έχει καταδικάσει όλες τις προηγούμενες σχέσεις στη ζωή του («όταν ήμουν μικρός, δεν άφηνα ούτε τη μαμά μου να μου βγάλει τα ρούχα», μας πληροφορεί ο ήρωας σε μια ανύποπτη στιγμή). Ούτως ή άλλως, οι συμβολισμοί είναι διάσπαρτοι και πέρα για πέρα ενδεικτικοί. Από το ψεκαστικό που ποτίζει τα άγονα χωράφια μέχρι τα άσφαιρα πυρά προς το φινάλε της ταινίας, ο Χίτσκοκ καθρεφτίζει το δικό του προσωπικό βάσανο (βλέπε τους πλατωνικούς έρωτες για τις περισσότερες πρωταγωνίστριές του) της υπαρξιακής οδύνης του ανδρικού φύλου να ανταποκριθεί στον (υπαρκτό ή υποτιθέμενο) ρόλο του.
Κατά βάθος, λοιπόν, όπως σε αμέτρητες στιγμές στη φιλμογραφία του Χίτσκοκ, η πλοκή του σασπένς καμουφλάρει αμέτρητες πτυχές του ανδρικού angst, από το άγχος της ανεξαρτησίας ως την αδυναμία (ερωτικής, αλλά και κάθε άλλης) ολοκλήρωσης. Ως κερασάκι στην τούρτα, μάλιστα, το πρώτο φιλί που ανταλλάσσουν οι δύο πρωταγωνιστές σφραγίζεται στην αμέσως επόμενη σκηνή με τον σεξουαλικό υπαινιγμό του τρένου που διασχίζει ένα τούνελ.
Το North by Northwest (1959), ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία στη φιλμογραφία του σπουδαίου μετρ, συνοψίζει και συγκεντρώνει τα ταυτοτικά στοιχεία της χιτσκοκικής φιλοσοφίας: το δηκτικό μειδίαμα, την παιγνιώδη διάθεση, την ανόθευτη ψυχαγωγία, τους κοφτερούς διαλόγους, την υποδόρια μάχη των φύλων, την αλήθεια που διαχέεται σε ένα γαϊτανάκι από μασκαρέματα και καμώματα. Γυρισμένο σε εκθαμβωτικό technicolor VistaVision και προικισμένο με τη λεπτοδουλειά του Ρόμπερτ Μπερκς στη φωτογραφία, το North by Northwest ξεδιπλώνεται σε μια χρωματική παλέτα σκέτη πανδαισία: από τα πύρινα σπαρτά στην καταδίωξη με το ψεκαστικό που μοιάζουν έτοιμα να πάρουν φωτιά, μέχρι τα παγωμένα μεταλλικά χρώματα στις γυάλινες επιφάνειες και τα απρόσωπα κτίρια της Νέας Υόρκης και τον σμαραγδένιο ουρανό στην ορεινή Νότια Ντακότα.
Παρεμπιπτόντως, οι σκηνές που εκτυλίσσονται στα γραφεία του ΟΗΕ στο Μανχάταν και στο Όρος Ράσμορ γυρίστηκαν στις πραγματικές τοποθεσίες, προσθέτοντας μια εξτρά δόση ειρωνείας απέναντι στην ψυχροπολεμική παράνοια. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των «Πατέρων του έθνους» (εξ ου και η ελληνική απόδοση Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων), ξετυλίγεται ένα (ακόμη) κωμικοτραγικό επεισόδιο στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση, το οποίο περισσότερο φέρνει σε φάρσα παρά σε πραγματική πολιτική-ιδεολογική αντιπαράθεση. Την ίδια στιγμή, οι σκαλισμένες φιγούρες του Τζορτζ Ουάσινγκτον, του Τόμας Τζέφερσον, του Θίοντορ Ρούσβελτ και του Έιμπραχαμ Λίνκολν θαρρείς και απευθύνονται στον ίδιο τον Θόρνχιλ, δίνοντας κουράγιο για τον δύσβατο δρόμο με τελικό προορισμό την ωρίμανση.
Ο σεναριογράφος Έρνεστ Λίμαν είχε βάλει ευθύς εξαρχής σκοπό να γράψει το πιο άρτιο και μαεστρικό χιτσκοκικό σενάριο όλων των εποχών, “the Hitchcock picture to end all Hitchcock pictures” για να παραθέσουμε τα ακριβή του λόγια. Σε μια ειρωνική ζαριά της ζωής, από αυτές που λάτρευε και ο ίδιος ο Χιτς, η συγγραφή του σεναρίου αποδείχθηκε εξαιρετικά χρονοβόρα, ωθώντας τον ανυπόμονο Χίτσκοκ να γυρίσει -ενόσω περίμενε να ολοκληρωθεί η διαδικασία- το Vertigo (1958), την ταινία που έμελλε να θεωρηθεί η απόλυτη επιτομή της σκηνοθετικής του παρακαταθήκης.
Παρόλα αυτά, το North by Northwest, πέρα από αψεγάδιαστο σε κάθε επίπεδο -αλληγορίες και συμβολισμοί, ερμηνείες, κωμική χροιά, εικαστικό αποτέλεσμα- θα μνημονεύεται ως η στερνή φορά που ο Χίτσκοκ αστειεύτηκε ανοιχτά με τις φοβίες και τις εμμονές του, προαναγγέλλοντας ένα κομβικό σημείο τομής. Το Psycho (1960) και το The Birds (1963) επισφράγισαν το σκοτεινό πέρασμα από το κλείσιμο του ματιού στο έντρομο βλέμμα.