ΩΡΑ ΤΩΝ ΦΟΥΡΝΩΝ, Η - Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Στην Ευρώπη, η μεγαλύτερη ίσως αποκάλυψη στα νέα κινήματα στον κινηματογράφο στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ήταν αναμφισβήτητα η εμφάνιση μιας σειράς ταινιών από χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα από τη Βραζιλία (το «τσίνεμα νόβο») και την Αργεντινή. Στις πιο σημαντικές ταινίες από την Αργεντινή παραμένει το εκπληκτικό, επικό ντοκιμαντέρ, «Η ώρα των φούρνων» (La Hora de los hornos) των Οκτάβιο Γκετίνο και Φερνάντο Εζεκίελ Σολάνας. Η ταινία διαρκεί 4 ώρες και 20 λεπτά, χωρίς να λογαριάσουμε τα δυο διαλείμματα, αναπόσπαστο μέρος στην παρουσίαση της, και είναι χωρισμένη σε τρία μέρη, που καλύπτουν την ιστορία της Αργεντινής τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, μέχρι το 1967 που τέλειωσε το γύρισμά της.
Στο πρώτο μέρος, που τιτλοφορείται «Νεοαποικισμός και βία» (Neocolonialismo y violencia), και είναι αφιερωμένο στον Τσε Γκεβάρα και όλους τους πατριώτες που έπεσαν για την απελευθέρωση των Ινδιάνων, οι δημιουργοί της ταινίας εξετάζουν την ιστορία της χώρας τους και τη δημιουργία των δυο διαφορετικών της τάξεων, εκείνης που κατοικεί βασικά στην παραθαλάσσια πόλη του Μπουένος Άιρες (τους «πορτένιος») και εκείνης που ζει στις απέραντες «πάμπες» (τους «γκάουτσο»): οι πορτένιος με τους ευρωπαϊκούς δεσμούς τους και την εξάρτησή τους από το ξένο κεφάλαιο και οι «γκάουτσο», ένα είδος καουμπόηδων ινδιάνικης καταγωγής, που η ζωή τους εξαρτιόταν από τα γελάδια και τα άγρια άλογα που ήταν σκορπισμένα στα λιβάδια. Πέρα όμως από την ιστορική εξέλιξη της χώρας, η ταινία εξετάζει τον νεορατσισμό, την καθημερινή και πνευματική βία, τον ιδεολογικό πόλεμο και τη μόνη διέξοδο που απομένει στον λαό, διέξοδο που θα εξεταστεί σε βάθος στο τρίτο μέρος της ταινίας.
Το δεύτερο μέρος της ταινίας, «Πράξη για απελευθέρωση», αρχίζει με ένα απόσπασμα του Φραντζ Φάνον που είναι και βασικό κλειδί στο όλο θέμα της: «Αν όλοι μας πρέπει να πάρουμε μέρος στον αγώνα για την κοινή σωτηρία, δεν υπάρχουν καθαρά χέρια, δεν υπάρχουν αθώοι, δεν υπάρχουν θεατές. Όλοι μας λερώνουμε τα χέρια μας στους βάλτους της γης μας και την κενότητα του μυαλού μας. Όποιος είναι θεατής, είναι είτε δειλός είτε προδότης». Αφιερωμένο στο προλεταριάτο, το μέρος αυτό εξετάζει την κοινωνική συνειδητοποίηση που απέκτησαν οι λαϊκές μάζες την περίοδο της εξουσίας του Περόν (1945-55), καθώς και τους αγώνες των «περονιστών» ύστερα από την πτώση του αρχηγού τους (1955-65). Ο περονισμός, και η δύναμη που είχε στις μάζες του λαού, δύναμη που όλα τα άλλα κόμματα προσπάθησαν να μειώσουν, παρουσιάζεται από τους Γκετίνο και Σολάνας κάτω από καινούριο φως, που, αν και τα συμπεράσματα του μπορούν να προκαλέσουν αντιγνωμίες, οι βασικές του θέσεις είναι για τη Λατινική Αμερική αναμφισβήτητες. Το μέρος αυτό που οι δημιουργοί του ονομάζουν «φιλμ-πράξη» περιέχει ενδιαφέροντα ντοκουμέντα από τον αγώνα του προλεταριάτου της Αργεντινής τη δεκαετία 1955-65, συνεντεύξεις με ανθρώπους του λαού, αντιπροσώπους των συνδικάτων, σκηνές από την κατάληψη εργοστασίων από εργάτες κλπ.
Η «πράξη για απελευθέρωση» του δεύτερου μέρους συνεχίζεται και αναλύεται σε βάθος στο τρίτο μέρος, που τιτλοφορείται «Βία και Απελευθέρωση» (Violencia y liberatión) και είναι αφιερωμένο στον νέο άνθρωπο, που θα γεννηθεί μετά από τον απελευθερωτικό πόλεμο. Χρησιμοποιώντας γράμματα, συνεντεύξεις, καταθέσεις και άλλες περιγραφές γύρω από το θέμα της βίας ως μέσο απελευθέρωσης, η ταινία φτάνει στο μόνο σωστό και αναγκαίο συμπέρασμα, που το προαναγγέλλει και ο τίτλος του τρίτου μέρους.
Οι καταλήψεις εργοστασίων, οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες είναι πια μέσα ξεπερασμένα. Η εκμετάλλευση των χωρών της Λατινικής Αμερικής από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις –ιδιαίτερα τις ΗΠΑ– μόνο με τη βία μπορεί να σταματήσει. Εκείνο που τώρα είναι αναγκαίο, μας λένε οι δημιουργοί της «Ώρας των φούρνων», είναι η ολοκληρωτική επανάσταση. Όπως έγραψε και ο Τσε Γκεβάρα «έφτασε η ώρα των φούρνων και το μόνο που χρειάζεται να δούμε είναι το φως τους». Οι Γκετίνο και Σολάνας χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που τους προσφέρει ο κινηματογράφος για να φτιάξουν τη συγκλονιστική αυτή ταινία: συνθήματα που γράφονται με πλατιά γράμματα στην οθόνη, σκηνές από ντοκιμαντέρ, αφήγηση, παύσεις χωρίς κανένα ήχο ή εικόνα, συζήτηση με το κοινό , λαϊκή μουσική –συνδέοντας τα με καταπληκτική μαεστρία και ωριμότητα, έτσι ώστε η εντύπωση που κάνει η ταινία στον θεατή να είναι το ίδιο συγκλονιστική μ’ εκείνη ενός «Ποτέμκιν» ή μιας «Χρυσής εποχής». Με την «Ώρα των φούρνων» ο Τρίτος Κόσμος απέκτησε μια πολιτική ταινία που είναι ταυτόχρονα και ένα τέλειο κινηματογραφικό αριστούργημα, ανοίγοντας έτσι καινούργιους δρόμους στην ιστορία του πολιτικού φιλμ.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr