SCREAM - Νίκος Τσαγκαράκης
Στη μικρή πόλη του Γούντσμπορο επανεμφανίζεται ακόμα ένας δολοφόνος με τη μάσκα Ghostface, κι όσοι γνωρίζουν ότι θα είναι τα επόμενα θύματά του προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν την ταυτότητά του πριν φτάσει η σειρά τους να πεθάνουν.
Πέμπτη προσθήκη στη δημοφιλή σειρά ταινιών τρόμου, που ακολουθεί τις τέσσερις προηγούμενες του 1996, 1997, 2000 και 2011 σκηνοθετημένες από τον Γουές Κρέιβεν, ο οποίος πέθανε το 2015, και με καθοριστική επίσης τη συμβολή του σεναριογράφου Κέβιν Γουίλιαμσον, που έγραψε τις περισσότερες απ’ αυτές.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της σειράς ήταν ότι επρόκειτο για ένα κατεξοχήν δείγμα της εποχής της, της μεταμοντέρνας δεκαετίας του 1990: μετα-αφηγηματική κι αυτοαναφορική, διασκέδαζε παίζοντας με τις συμβάσεις του είδους στο οποίο ανήκει, τις οποίες σατίριζε, αποδομούσε και ξανασυναρμολογούσε πολύ επιτυχημένα.
Στο είδος του τρόμου είναι πιο συνηθισμένες περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο, οι πολυάριθμες συνέχειες μέσα σε μια σειρά ταινιών χωρίς ουσιαστική μεταξύ τους διαφοροποίηση- αντιθέτως επαναλαμβάνοντας υποτυπώδεις και απελπιστικά πανομοιότυπες μεταξύ τους σεναριακές ιδέες και πλοκές.
Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ, με την ταινία να μην επιδεικνύει κάποιον ουσιαστικό λόγο ύπαρξης πέρα από την ανάγκη της Paramount να επανεκκινήσει τη σειρά για να καλύψει την ανάγκη της για μια σειρά τρόμου, απευθυνόμενη σχεδόν αποκλειστικά στη νεολαία και στους οπαδούς του είδους- δύο δημογραφικές ομάδες που ούτως ή άλλως σχεδόν ταυτίζονται.
Ως έχει λοιπόν και δεδομένου ότι πρόκειται για την πρώτη που δε σκηνοθετείται, ούτε γράφεται από τους δύο αρχικούς δημιουργούς της, Κρέιβεν και Γουίλιαμσον, η ταινία αναπαράγει με γνώση, σεβασμό κι επιδεξιότητα το ύφος και τους στόχους της σειράς.
Διαθέτει ένα ικανό νέο καστ, επαναφέρει εύστοχα τους βετεράνους των πρώτων τεσσάρων ταινιών και χρησιμοποιεί έξυπνα τη μετα- αφηγηματικότητα για ν’ αυτοσαρκαστεί, παρότι συνολικά η πλοκή μοιάζει να χάνει τη βαρύτητά της μέσα στην αυτοαναφορική περιδίνηση, που στο μεταξύ έχει καταντήσει αυτοσκοπός.
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr