ΓΚΡΑΝ ΤΟΥΡ - Γιάννης Ζουμπουλάκης
Παιχνίδια με τον χρόνο και το σινεμά
Στην τελευταία δημιουργία του Μιγκέλ Γκόμες, του πιο σημαντικού ίσως Πορτογάλου κινηματογραφικού auteur των καιρών μας, παρακολουθούμε ένα γοητευτικό στην όψη αλαλούμ που με ένα μαγικό τρόπο καταφέρνει να σε παρασύρει στον μυστηριώδη κόσμο του. Και το κάνει αβίαστα, σχεδόν οργανικά. Παρότι δε, γεμάτο πληροφορίες ποτέ δεν σε «καθοδηγεί», ποτέ δεν δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα του τι ακριβώς βλέπεις. Και αυτό είναι ακόμα πιο περίεργο εφόσον ουσιαστικά μιλάμε για το παράλληλο ταξίδι δυο ανθρώπων, ενός άντρα (Γκονσάλο Γουάντιγκτον) και μιας γυναίκας (Κρίστα Αλφαϊάτε) σε μια Ασία περασμένων εποχών (η ιστορία υποτίθεται ότι τοποθετείται το 1918).
Και όταν λέμε Ασία εννοούμε σχεδόν όλες της χώρες της Ασίας. Βιρμανία, Βιετνάμ, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ιαπωνία, Κίνα… Η γυναίκα αναζητά τον άντρα που την εγκατέλειψε. Ο άντρας που μιλά πορτογαλικά αλλά κάποια στιγμή ακούμε ότι «είναι ο άνθρωπος των Βρετανών στην Βιρμανία» μετακινείται διαρκώς για να την αποφύγει. Και οι δύο θα συναντήσουν αλλόκοτα πρόσωπα, θα ζήσουν αλλοκοτες εμπειρίες, θα μάθουν αλλόκοτα εθιμα, θα ακούσουν αλλοκοτες ιστορίες. Αυτή η ταινία είναι ο ορισμός του αλλόκοτου!
Στο πρώτο μισό της ο φακός εστιάζει στον άντρα. Στο δεύτερο μισό κεντρικό πρόσωπο είναι η γυναίκα. Όμως ο Γκόμες θέλει να «παίξει» το παιχνίδι του σινεμά και μάλιστα όσο πιο ελεύθερα και άνευ ορίων μπορεί. Οπότε εντάσει στην «άχρονη» τελικά αυτή ταινία, σκηνές από την σύγχρονη εικόνα όλων των παραπάνω χωρών. Σκηνές στις αγορές, σκηνές με τα εκατοντάδες μηχανάκια στους δρόμους των πόλεων υπό τους ήχους… κλασικής μουσικής, σκηνές με κοκορομαχίες.
Συστατικά μιας σινεφίλ σαλάτας με συνεπιβάτες το παραμύθι, το ντοκιμαντέρ, το ασπρόμαυρο φιλμ και το έγχρωμο, το παρελθόν και το παρόν και σε όποια γλώσσα μπορεί κανείς να φανταστεί (πέρα από τις ασιατικές, ακούμε γαλλικά, πορτογαλικά, αγγλικά). Φιλμ ποιητικό, σουρεαλιστικό, απαιτητικό αλλά και εντελώς …ταξιδιάρικο, δικαίως κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο περσινό φεστιβάλ των Καννών.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr