Μενού

ΓΚΡΑΝ ΤΟΥΡ - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

 

Trailer

Ο πανικός που αισθάνεται ένας άντρας όταν η για επτά χρόνια αρραβωνιαστικιά του φτάνει στη Ρανγκούν για να παντρευτούν, τον κάνουν να το βάλει στα πόδια, σ’ ένα ατελείωτο ασιατικό ταξίδι, με τον πανικό να δίνει θέση στη μελαγχολία, στην εικαστικά όμορφη, δοσμένη με λυρισμό ταινία «Γκραν Τουρ» («Grand Tour») του, ήδη γνωστού στις Κάννες από παλιότερες συμμετοχές του, Πορτογάλου σκηνοθέτη Μιγκέλ Γκόμεζ («Ημερολόγια του Υοτσουόγια», «Χαμένος παράδεισος», «Ο αγαπημένος μήνας Αύγουστος»), που προβλήθηκε στο περσινό διαγωνιστικό τμήμα των Καννών, κερδίζοντας το βραβείο σκηνοθεσίας.

Εμπνευσμένη από ένα διήγημα του Σόμερσετ Μομ, η ταινία παρακολουθεί, στο πρώτο και μεγαλύτερο μέρος της, τον ίδιο τον  Έντουαρντ, δημόσιο υπάλληλο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στο μεγάλο αυτό ταξίδι του, όπου, αρνούμενος να απαντήσει στα συνεχή μηνύματα της Μόλι, της επίμονης αρραβωνιαστικιάς του, προσπαθεί να βρει άσυλο σε διάφορες πόλεις (Σιγκαπούρη, Μπανγκόκ, Σαϊγκόν, Σαγκάη, Οσάκα), ταξίδι στη διάρκεια του οποίου ο πανικός δίνει σταδιακά τη θέση του σε διαλογισμό πάνω στην ύπαρξη της ζωής. Με την κάμερα, στο δεύτερο μέρος, να ακολουθεί την Μόλι, η οποία φτάνει στη Ρανγκούν, για ν’ αρχίσει το δικό της, βασανιστικό (είναι ετοιμοθάνατη, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια) ταξίδι, στα μέρη απ’ όπου πέρασε ο Έντουαρντ στην προσπάθειά της να τον βρει.

Η ταινία αρχίζει σε πάρκο ψυχαγωγίας, με παιδιά να διασκεδάζουν σε ένα μεγάλο τροχό, σε μια σεκάνς με έγχρωμη φωτογραφία (που στη συνέχεια και σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, με ελάχιστες μόνο παρεμβάσεις στο χρώμα, μετατρέπεται στο υπόλοιπο έργο σε μαυρόασπρη), σκηνή που δίνει τη θέση του σε θέατρο μαριονετών, θέατρο που στη συνέχεια ο Γκόμεζ χρησιμοποιεί συμβολικά, ως λάιτ-μοτίβ, για να δώσει μιαν άλλη υπόσταση στην αφήγησή του.

Με ενδιάμεσα σκηνές ονείρων και φαντασιώσεων, με διάφορες συναντήσεις (με έναν ευγενικό πλούσιο, ερωτευμένο με την Μόλι που της προσφέρει προσωρινό καταφύγιο, κι ένα Βρετανό ιεραπόστολο αποφασισμένο να επιστρέψει στην ήρεμη, με τα ωραία φαγητά ζωή του στην Αγγλία), με τους χώρους (τους πολυσύχναστους, πολύχρωμους δρόμους των διάφορων πόλεων) και τα ανέγγιχτα ακόμη από τον πολιτισμό τοπία (τη ζούγκλα που διασχίζει ο Έντουαρντ και αργότερα η Μόλι, τη βλάστηση, τα ζώα, τα πτηνά, τα ρυάκια και τα ποτάμια) να δίνουν μια ονειρική, μελαγχολική συχνά ατμόσφαιρα, με εξαιρετική μουσική επιλογή (από κλασική μέχρι τραγούδια είτε από γραμμόφωνο είτε από αυτά που τραγουδάνε τα ίδια τα πρόσωπα της ταινίας), και ατμοσφαιρική φωτογραφία, με τις μαυρόασπρες εικόνες και τη χρήση της «ίριδας» (τρόπος αργού κλεισίματος της εικόνας με τη χρήση μιας ίριδας, όπως γινόταν στην περίοδο του Βωβού) και τo παλιό φορμά της κινηματογραφικής εικόνας (μια ακόμη αναφορά στον βωβό Κινηματογράφο), ο Γκόμεζ καταγράφει με ποίηση και λυρισμό το ατέλειωτο αυτό, μελαγχολικό, ταυτόχρονα αγχωτικό, δοσμένο με ωραίο ρυθμό, ταξίδι των δυο αυτών ατόμων, από τη μια του δειλού Έντουαρντ, αναποφάσιστου την στιγμή να προχωρήσει στο γάμο, και της δυναμικής, αποφασιστικής Μόλι, ταξίδι που σταδιακά μετατρέπεται σε σκοτεινό, φέρνοντας στο νου το ταξίδι στην «Καρδιά του σκότους» του Τζόζεφ Κόνραντ.

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module