ΑΠΡΙΛΗΣ - Αλέξης Δερμετζόγλου
Σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο ένα μωρό θα γεννηθεί νεκρό και ο πατέρας του θα ρίξει στην γυναικολόγο της βάρδιας την υπαιτιότητα, κατηγορώντας την ότι εκτός των άλλων κάνει εκτρώσεις σε γυναίκες στα γειτονικά χωριά.
Το φιλμ δεν έχει τίποτα κοινό με ένα τυπικό δράμα. Στο κέντρο αυτού του ερμητικού κινηματογραφικού σύμπαντος στέκεται η Νίνα, η γυναικολόγος που διασχίζει με ψυχρότητα και αυστηρότητα το τοπίο της επαγγελματικής και προσωπικής της ζωής. Σαν μια φιγούρα που περιπλανιέται σε έναν εφιάλτη που θα μπορούσες να ονομάσεις και πραγματικότητα, μοιάζει να κουβαλάει στους ώμους της το βάρος αιώνων καταπίεσης και αμφισβήτησης, καθώς προσφέρει μυστικά αμβλώσεων και χάπια αντισύλληψης σε γυναίκες που βρίσκονται στο περιθώριο, εγκλωβισμένες σε έναν κόσμο όπου το σώμα τους θεωρείται εργαλείο αναπαραγωγής και υποταγής.
Σε μια αφήγηση γεμάτη από σιωπές και πλάνα που αψηφούν τους χρονικούς περιορισμούς, είναι η αίσθηση της αβεβαιότητας και του αποπροσανατολισμού που δεσπόζει. Η Νίνα δεν είναι ούτε θύμα ούτε ήρωας· είναι μια γυναίκα που ακροβατεί σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην επιβίωση και την αυτοκαταστροφή. Οι πράξεις της δείχνουν να πηγάζουν από μια προσωπική ηθική, αλλά και να καθοδηγούνται από μια βαθιά εσωτερική απόγνωση
Επώδυνα αργό, ανελέητα παράδοξο, ακροβατώντας στα όρια ενός σινεμά που είναι σχεδόν τιμωρητικό απέναντι στον θεατή του το «April» θέλει να είναι βαθιά υπαρξιακό και φιλοσοφικό μιλώντας για την θέση της γυναίκας σε ένα σύστημα που καταπνίγει κάθε μορφή αυτονομίας. Φτιαγμένο για να θεωρηθεί ως αριστούργημα από κάποιους κι από άλλους ως μια πομπώδης, επιτηδευμένη άσκηση ύφους, πιθανότατα εμπεριέχει στοιχεία κι από τους δύο χαρακτηρισμούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια ακραία φορμαλιστική, εξαιρετικά μελετημένη ταινία, αλλά την ίδια στιγμή είναι ένα φιλμ που απαιτεί από τον θεατή του περισσότερα απ΄ όσα τελικά του προσφέρει.
Το σημειώνω έγκαιρα να μην χάσετε με τίποτα το φιλμ από την Γεωργία, γιατί αποτελεί την επιτομή του νεωτερικού σινεμά. Χωρίζεται σε κεφάλαια σεκάνς, ξεχωρίζει για τις σιωπές και τις ελλείψεις και βαθμιαία μετασχηματίζεται σε μια δημιουργία έντονου υπαρξιακού τρόμου. Από την αισθητική του Γκοντάρ με τα ανορθόδοξα κάδρα ως το στυλ της Σαντάλ Άκερμαν με τις μυστηριώδεις σιωπές ως τον «΄Ενοικο» του Πολάνσκι καταλήγουμε σε ένα άκρως διαδραστικό φιλμ που σε αποσβολώνει με την διακριτική απελπισία του καθορίζοντας απόλυτα το σήμερα.
Αλέξης Δερμετζόγλου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress