ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ (Επανέκδοση) - Στράτος Κερσανίδης
Ο Ζαν Ντανιέλ Πολέ (1936-2004), κατατάσσεται μεταξύ των σκηνοθετών του γαλλικού νέου κύματος (νουβέλ βαγκ). Αν και άγνωστος στη χώρα μας, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, στην οποία πρωτοήρθε το 1962 για να γυρίσει μαζί με τον Φόλκερ Σλέντορφ το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ «Μεσόγειος». Αγάπησε την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε ως δεύτερη πατρίδα του, το ίδιο και τους Έλληνες. Το 1964 επέστρεψε για να γυρίσει το ντοκιμαντέρ «Βάσσες», για το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα, και τότε συνδέθηκε με βαθιά φιλία με το σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη. Έτσι του μπήκε η ιδέα να γυρίσει στη χώρα μας μια ταινία μυθοπλασίας. Όπως κι έγινε και έτσι το 1966, ο Ζαν Ντανιέλ Πολέ, ο αξιόλογος αυτός σκηνοθέτης, ποιητής και δοκιμιογράφος, γύρισε την ταινία «Μια σφαίρα στην καρδιά» (Un balle au couer), ένα φιλμ νουάρ με πρωταγωνίστρια την Τζένη Καρέζη και με πολλούς ακόμη έλληνες ηθοποιούς στους υπόλοιπους ρόλους. Βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Κώστας Φέρρης και τη μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το 1966, χρονιά που γυρίστηκε και ολοκληρώθηκε η ταινία, η Ελλάδα ζούσε τον αναβρασμό των Ιουλιανών. Ο Πολέ μαζί με τον Φέρρη κατέβαιναν καθημερινά στις διαδηλώσεις και έτσι δημιουργήθηκε και μια άλλου σχέση μεταξύ τους, με κοινό παρονομαστή την ιδεολογική συγγένεια και την πίστη στη Δημοκρατία. Μάλιστα όταν τον επόμενο έγινε στην Ελλάδα η δικτατορία, ο Πολέ ήταν που βοήθησε τον Φέρρη να διαφύγει από την Ελλάδα.
Η ταινία όμως είχε κι αυτή τη δική της περιπέτεια. Προβλήθηκε ελάχιστα στην Ελλάδα και στη συνέχεια αγνοήθηκε σε βαθμό που να θεωρείται «χαμένη» Μάλιστα δεν προβλήθηκε ποτέ ξανά στην Ελλάδα, ούτε στους κινηματογράφους, ούτε στην τηλεόραση αλλά ούτε και σε μορφή βιντεοκασέτας ή ντιβιντί. Τελικά η ταινία ξαναβρέθηκε το 2009 και με τη βοήθεια του Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου, η κόπια αποκαταστάθηκε και προβάλλεται στη χώρα μας 54 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της.
Η υπόθεση: Ο Φραντσέσκο Μοντεκλέρ, είναι γόνος πλούσιας οικογένειας από τη Σικελία. Η Μαφία όμως του έχει κλέψει την περιουσία και ο Φραντσέσκο έχει ορκιστεί εκδίκηση! Στο μεταξύ προσπαθεί να γλυτώσει από τον γκάγκστερ, Ριτσάρντι, που τον κυνηγά, τον τραυματίζει σοβαρά και ο Ναβάρα, ο αρχηγός της συμμορίας, κυνηγά με τη σειρά του τον Φραντσέσκο. Κυνηγημένος φτάνει στην Ελλάδα αναζητώντας στοιχεία εναντίον του αρχιμαφιόζου. Εκεί γνωρίζει την Κάρλα, τραγουδίστρια σε καμπαρέ στην Τρούμπα η οποία τον ερωτεύεται. Όμως ο Φραντσέσκο είναι ερωτευμένος με την Άννα, η οποία έχει έρθει για διακοπές στην Ελλάδα με μια φίλη της.
Τα γυρίσματα έγιναν στην Τρούμπα, το Πέραμα, την Αθήνα, τους Δελφούς, τον Αχλαδόκαμπο, τη Σκύρο και τη Σικελία. Στην ταινία η Καρέζη ερμηνεύει δύο τραγούδια του Θεοδωράκη. Ο ρόλος της «τραγουδίστριας του μπαρ», της Κάρλα, ήταν αρχικά προορισμένος για την Βέρα Κρούσκα. Τελικά επελέγη η Τζένη Καρέζη (έχοντας σπουδάσει στη σχολή των Ουρσουλινών γνώριζε άριστα την Γαλλική γλώσσα) και ο Γιώργος Λεμπέσης, παραγωγός των θεατρικών της Καρέζη «μπήκε» στο φιλμ ως συμπαραγωγός.
Το συνεργείο αποτελείται κυρίως από Έλληνες, πρωταγωνιστούν ο Σάμι Φρέι και η Φρανσουάζ Αρντί, ενώ παίζουν ακόμη ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Σπύρος Φωκάς, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Αρτέμης Μάτσας, η Άννα Ραυτοπούλου, ο Γιώργος Μούτσιος, ο Ζανίνο σε ρόλο – έκπληξη εκτελεστή, ο Νίκος Τσαχειρίδης, ο Φάνης Χηνάς, η Βιβέτα Τσιούνη, ο Νίκος Φέρμας και ο Γιώργος Μαρίνος.
Ο Ζαν – Ντανιέλ Πολέ για το φιλμ
“Θέλησα κυρίως να ξεφύγω από τον παραδοσιακό τρόπο προβολής και εκμετάλλευσης των τόπων. Η ταινία μου δεν είναι ένα τουριστικό φυλλάδιο και αυτό αποτελεί ήδη ένα είδος αφαίρεσης. Έπειτα, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν με συνεπήρε ιδιαίτερα η ιστορία αυτού του σικελού Μαρκήσιου – εκτός, ίσως, από τη συμβολική της διαδρομή. Γι’ αυτό και δεν ακολούθησα πιστά την εξέλιξή της. Αν αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε να έχει σημαδευτεί από το πεπρωμένο του, ήταν μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από τις κοινωνικές του καταβολές κι από το γεγονός ότι είχε εκδιωχθεί από το φυσικό του περιβάλλον. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το αίσθημα ενοχής που ένιωσε μετά τον θάνατο της κοπέλας. Δεν θα μπορούσε επομένως να κάνει τίποτ’ άλλο από το να γυρίσει σπίτι του και να αυτοκτονήσει”.
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com