BABYGIRL - Γιάννης Ζουμπουλάκης
Θαρραλέα ερμηνεία της Νικόλ Κίντμαν, μπανάλ το θέμα της ταινίας
Ξεκαθαρίζοντας την θέση μου από την αρχή, λέω ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο αξίζει να δει κανείς την τρίτη ταινία της Ολλανδής σκηνοθέτριας Χαλίνα Ρίν, είναι η πρωταγωνίστριά της, Νικόλ Κίντμαν. Οδεύοντας προς τα 60 (γεννήθηκε το 1967) η διάσημη Αυστραλέζα ηθοποιός, δίνει μια θαρραλέα, full frontal ερμηνεία, ενώ υποδύεται την καλοπιασμένη αστή, σύζυγο, μητέρα και wonder woman επαγγελματία (CEO σε μεγάλη φίρμα παραγωγής προϊόντων στη Νέα Υόρκη),η οποία παρασυρμένη από τα πάθη της θα μπλέξει σε μια άνευ προηγουμένου ερωτική σχέση. Και μάλιστα με έναν νεότερό της μαθητευόμενο, στην ίδια δουλειά (Χάρις Ντίκινσον), ο οποίος θα μπορούσε να είναι γιός της.
Από παιδί ακόμα, η Ρόμι της Κίντμαν ήθελε να έχει στα πάντα τον έλεγχο διατηρώντας παράλληλα «σκοτεινές σκέψεις», όπως η ίδια αναφέρει σε κάποια στιγμή της ταινίας. Με μαθηματική ακρίβεια, ο έλεγχος είναι καταδικασμένος να χαθεί, οπότε η σκηνοθέτις θα κάνει ότι μπορεί για να ακολουθήσει, κατά γράμμα, όλα τα κλισέ που διακρίνονται σε αυτές τις ιστορίες. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στη ζωή, όσο και στην κινηματογραφική αναπαραγωγή της.
Επομένως δεν θα υπάρξει τίποτα στο «Babygirl» που να μην γίνει άπαξ και έχεις προβλέψει ότι θα γίνει. Από την πρώτη γνωριμία των δύο ανθρώπων, μέχρι την εμπλοκή του συζύγου (Αντόνιο Μπαντέρας) στην υπόθεση, η ταινία σου δίνει αυτό ακριβώς που περιμένεις ότι θα δεις. Οπότε, το μόνο που θα μπορούσες να πεις αναπόφευκτα μένει, είναι η όσο το δυνατόν πιο «hot» απεικόνιση των δρώμενων, κυρίως όσων γίνονται πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Ετσι έχουμε την Νικόλ Κίντμαν ξαπλωμένη μπροστά στο λάπτοπ της να αυνανίζεται παρακολουθώντας πορνό στο διαδίκτυο, την Νικόλ Κίντμαν να κάνει τα σεξουαλικά χατίρια στον νεότερό της αφού η Ρόμι γουστάρει να κάνει ότι την διατάζουν, την Νικόλ Κίντμαν να κλαίει, εξαθλιωμένη όταν αντιμετωπίζει τον σύζυγο και πάει λέγοντας.
Εχεις την αίσθηση ότι σε αυτήν την ταινία οι πάντες κάνουν ότι μπορούν ώστε η Κίντμαν να παρουσιάσει την σκοτεινή και συγχρόνως ευάλλωτη πλευρά της ηρωίδας που υποδύεται, μόνο που τελικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται όλη αυτή η δουλειά, είναι μπανάλ, κοινότοπο και – να με συγχωρείτε – χιλιοειπωμένο. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτή η ταινία θα οδηγήσει για μια ακόμη φορά την βραβευμένη ηθοποιό στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, όμως αυτό δεν αίρει το ότι η θέση της είναι κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μας και ότι σύντομα θα γίνει μια ανάμνηση που θα φθαρεί στο πέρασμα του χρόνου.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr