Σύνοψη
- «Η ιδέα είναι ότι είμαστε drag χαρακτήρες, είμαστε κανονικοί άνθρωποι, άνθρωποι της καθημερινότητας»: Σε αυτή τη φράση συνοψίζεται η υπόθεση εργασίας της ταινίας «Avant Drag» που παίζεται ήδη στους κινηματογράφους
- Μέσα από βιωμένες ιστορίες αλλά και σκηνοθετημένες δράσεις, 10 εκπρόσωποι της drag σκηνής σχολιάζουν εκ βαθέων αν τελικά αλλάζει κάτι στην ελληνική νοοτροπία και κοινωνία
- Οι αφηγήσεις φαινομενικά είναι σε επεισοδιακή δομή, επιδιώκοντας από τον κατακερματισμό να αναδυθούν πρισματικά οι ιστορίες
Ο Φιλ Ιερόπουλος είναι ολιστικός καλλιτέχνης και εκπαιδευτικός, αφοσιωμένος στην τέχνη της αφήγησης, εκπαίδευσης και εικόνας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978 και μεγάλωσε στη Βόρεια Ελλάδα. Η ταινία του ORFEAS2021, μια queer μεταφορά του L’ Orfeo του Claudio Monteverdi, ήταν υποψήφια στα βραβεία Ίρις. Με αφορμή το νέο του ντοκιμαντέρ «Avant-Drag», ο Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος συζητά με τον σκηνοθέτη την ιστορία της ταινίας, μοιράζονται εμπειρίες για την drag και queer κοινότητα, την πολυμορφικότητα της ντοκουμενταριστικής αφήγησης, την κοινωνική διεύρυνση στην συμπερίληψη.
Το «Avant-Drag», το οποίο έχει προβληθεί στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και θα συνεχίσει να προβάλλεται σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Ήδη προβάλλεται στο Τριανόν και σύντομα θα μεταφερθεί σε άλλη κινηματογραφική αίθουσα για περιορισμένες προβολές.
Εστιάζοντας περισσότερο στη θέληση και την αγωνία των χαρακτήρων να αφηγηθούν μια προσωπική ιστορία μέσω των drag χαρακτήρων τους, παράγεις με στέρεα κινηματογραφική ματιά και γλώσσα ένα σύστημα θεώρησης ερωτημάτων που απαντώνται ποιητικά, εικαστικά και δημιουργικά στο τέλος της ταινίας. Ήταν στις αρχικές σου προθέσεις αυτή η δομή;
Παρά το γεγονός ότι έχω σπουδάσει και διδάσκω κινηματογράφο, το βασικό μου χαρακτηριστικό είναι ότι αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως έναν εννοιολογικό καλλιτέχνη. Τα τελευταία χρόνια, ασχολούμαι λίγο περισσότερο με το φιλμ, όχι με το υλικό (celluloid) , αλλά με τις ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες. Πιο παλιά, δούλευα περισσότερο με το video art και με το performance, οπότε εκ των πραγμάτων νομίζω η ιδέα του ντοκιμαντέρ «Avant Drag!» ξεκίνησε με πρόθεση δημιουργίας ενός καλλιτεχνικού έργου με ένα δυνατό concept και με μια εννοιολογική προσέγγιση, την οποία ενδεχομένως, για να μπορέσει να επικοινωνήσει με το κοινό, την ακολουθήσαμε κατά γράμμα, δηλαδή με μια σκληρή γεωμετρία. Είναι κάτι στο οποίο είμαι πολύ συνηθισμένος, γιατί προέρχομαι από τον χώρο του fine art, που βασίζεται στις φόρμες και την αυστηρή δομή. Η έρευνά μου έχει να κάνει με την ποιητική και τον πειραματικό κινηματογράφο, όπου και εκεί η φόρμα είναι παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια μιας κινηματογραφικής εμπειρίας. Εμένα δηλαδή η έρευνά μου ξεκινάει από τον Dziga Vertov και πηγαίνει σε διάφορες φάσεις του κινηματογράφου άμεσα συνδεδεμένες με την έννοια της ποιητικής. Δεν θεωρώ λοιπόν τον εαυτό μου ντοκιμαντερίστα, γιατί φέρνω στη φόρμα του ένα ερωτηματικό. Σχετικά με τη θεματική, χτίζουμε έναν κόσμο λίγο καλειδοσκοπικό, δηλαδή μια σειρά από χαρακτήρες που κάπως φτιάχνουν μια πολυπλοκότητα «ταυτοτική».
Ήταν κοινή πρόθεση με τον συνάδελφό μου Φοίβο, που αποτελούμε ένα εννοιολογικό ντουέτο τα «Φυτά». Θέλαμε επεισοδιακή δομή, δηλαδή η ιστορία να σπάσει σε κομμάτια· όμως για να μπορέσει να είναι συγχρόνως και μια συνολική εμπειρία, χρησιμοποιήσαμε μοτίβα της φόρμας, επαναλήψεις, και μια κάπως αυστηρή δομητική σχέση, που διευκόλυνε τον θεατή να το αισθανθεί ως συνολική εμπειρία. Η προηγούμενη ταινία που κάναμε ήταν πολύ πιο κομματιασμένη, αυτή είναι περισσότερο καλειδοσκοπική με την έννοια της ανθρώπινης εμπειρίας που θέτει. Αν και κατακερματισμένη, φεύγεις με μια αίσθηση ότι μιλάμε για ανθρώπους, μιλάμε για την εμπειρία της ταυτότητας που με έναν τρόπο την έχουν όλοι οι άνθρωποι, είναι δηλαδή μια συνεχής πάλη μεταξύ του συγκεκριμένου και του πανανθρώπινου.
Επειδή δικαιολογημένα δημιουργεί συνειρμούς, θα ήθελα να ακούσω γιατί η καλλιτεχνική ομάδα ονομάζεται «Φυτά»;
Ξεκινήσαμε το 2012 με πράγματα που έχουν να κάνουν κυρίως τόσο με την επιμέλεια καλλιτεχνικών δρώμενων όσο και με τη δημόσια παρέμβαση, αλλά σε ένα ξεκάθαρα fine art πλαίσιο. Επιλέξαμε τον όρο «Φυτά», διότι αφενός ήμασταν 2 “geeks” (άρα φυτά), αλλά υπάρχει και μια πιο υπόγεια σχέση εκεί με τη λέξη. Πιστεύουμε ότι τα φυτά είναι αυτά τα οποία δρούνε πάρα πολύ ευαίσθητα και μαλακά, αλλά συγχρόνως σε μια καταστροφική συνθήκη θα θάψουν τους πάντες. Οπότε έχουν μια διττή, μαλακή, ευαίσθητη, τρυφερή πλευρά και συγχρόνως μια πολύ σκληρή πλευρά, η οποία είναι έτοιμη να τα διαλύσει όλα. Φαντάσου δηλαδή τα φυτά στην Αθήνα, στα πεζοδρόμια, όπου όσο και να βάλεις πλάκες, οι ρίζες τους θα βγούνε και θα ξεριζώσουν τις πλάκες· γιατί ακόμη και ένα τόσο ευαίσθητο πράγμα, όπως το δέντρο, είναι πιο δυνατό τελικά από το τσιμέντο.
Αποστασιοποίηση, φόρμα, συνειρμοί, ποίηση και ξεκάθαρες αναφορές στους Kenneth Anger, John Waters, Carl Theodor Dreyer
Μου αρέσει πολύ η έννοια της συνειρμικής μυθοπλασίας. Με ενδιαφέρει να εξερευνήσω τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και fiction. Δουλεύοντας στο και για την drag τέχνη, όφειλα να το πάω με τέτοιον τρόπο. Ένα ντοκιμαντέρ για το drag μπορεί να είναι και ένα ντοκιμαντέρ φαντασίας. Ακούγεται ίσως αντιφατικό, αλλά είναι ένα ντοκιμαντέρ για τον κόσμο που μπορούμε να φανταστούμε: Θα μπορούσε να είναι κάτι φτιαγμένο από την εταιρεία του John Waters, την dreamland, ένας τόπος φαντασίας που ελπίζουμε να υπάρξει, ένας τόπος που ίσως υπάρχει με έναν τρόπο αλλά και όχι· οπότε είμαι σύμφωνος με αυτό που παρατήρησες. Έχει και Kenneth Anger που είναι πάρα πολύ βασική αναφορά για μένα, όπως και Jack Smith. Ίσως δεν φαίνονται άμεσα τόσο πολύ οπτικά, γιατί οι άνθρωποι κάνουν λίγο πιο αναρχικές ταινίες. Η δική μας είναι ίσως λίγο πιο σε «κουτάκια» αλλά η αναφορά, η επιρροή στον τρόπο με τον οποίο -όπως λες- έχει σχέση με την πραγματικότητα, βρίσκεται 100% εκεί. Νιώθω πολύ οικεία με αυτές τις αναφορές.
Ο τόπος έχει έναν καταλυτικό ρόλο στο πώς ολοκληρώνονται οι ιστορίες με τις διαδράσεις, οι οποίες είναι σαν ένα κλείσιμο του ματιού, για τα ανείπωτα στις ψυχές αυτών των ηρώων/ηρωίδων σου. Πώς στήθηκαν αυτές οι δράσεις; Ήταν επιλογή των ίδιων των ανθρώπων που παρουσιάζονται μέσα από τις συνεντεύξεις τους ή ήταν μια κοινή σύνδραση σκηνοθετών και των drag;
Και τα δύο. Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να βρεθούμε και συζητήσουμε. Ξέραμε ότι θέλαμε να αποφύγουμε τις ευκολίες των drag ντοκιμαντέρ: «Τώρα είμαι αγόρι, τώρα είμαι rock περσόνα». Δεν θέλαμε να δώσουμε την αίσθηση ότι «είμαστε κανονικοί άνθρωποι πίσω από το performance». Η ιδέα είναι ότι είμαστε drag χαρακτήρες, είμαστε κανονικοί άνθρωποι, άνθρωποι της καθημερινότητας. Η ταινία αυτή ξεκίνησε και μέσα από συζητήσεις του δικού μας community σε σχέση με αυτά τα ερωτήματα, το τι θα πει mainstream drag, πού βρίσκεται μια πιο underground σκηνή της Αθήνας.
Από κει και πέρα, αποκλειστικά το κομμάτι των talking heads, των συνεντεύξεων, μας φάνηκε ότι δεν θα ήταν δίκαιο για τη συναισθητική δύναμη του drag. Δεν είναι αναγκαστικά οι άνθρωποι οι οποίοι θα θέλανε να πουν σε τρεις γραμμές συνέντευξης αυτό που πιστεύουν. Θεωρώ ότι θα μπορούσαν. Στην τελευταία σκηνή καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ανθρώπους που μπορούν να μιλήσουν με αρκετή καθαρότητα για τις πράξεις τους, χωρίς αυτό να είναι το ζητούμενο.
Αρχικά μελέτησα πάρα πολύ τη δουλειά τους. Είδα πάρα πολλά από τα show που έχουν κάνει, τα βίντεο όπου ξετυλίγουν το ταλέντο τους. Κάπως έτσι έφτιαχνα τις σκηνές. Κάπως έτσι έφτιαξα και λέξεις-κλειδιά για το πώς καταλαβαίνω εγώ ότι ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους ή χαρακτήρες δουλεύει και υπάρχει. Μετά κάναμε κάποιες συζητήσεις για να καταλάβω όντως τη δουλειά τους και πώς νιώθουν μέσα από αυτή. Ξεκινήσαμε μια πίσω-μπρος διαδικασία και αναπτύξαμε τις σκηνές. Κάποια άτομα θέλανε περισσότερο να φέρουν τους προσωπικούς τους χώρους μέσα στην ταινία, κάποια άτομα λιγότερο, κάποια άτομα θέλανε να είναι περισσότερο στους δρόμους και κάποια άτομα λιγότερο, και έτσι η ταινία δημιουργήθηκε με τις συζητήσεις με τους performers. Θεωρώ ότι είναι πολιτική απόφαση, γιατί επέλεξα να μην είναι μια ματιά «από πάνω», να είναι η οπτική μαζί με αυτούς τους ανθρώπους.
Πριν 20 χρόνια μου είχε εκμυστηρευτεί μια καλλιτέχνις της drag σκηνής της Ελλάδας ότι για να νοικιάσει διαμέρισμα έπρεπε να πληρώνει σχεδόν τα διπλά από την τιμή της αγγελίας ενώ ακόμα και στη λαϊκή αγορά είχαν αρνηθεί να της πουλήσουν προϊόντα. Πλέον με τα social media και τα reality shows υπάρχει μια πιο καθαρή -ίσως και λίγο επιθετική- εξωστρέφεια. Θεωρείς ότι οι drag έχουν πλέον ενταχθεί ουσιαστικά στην κοινωνία;
Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση σε μια πολύ καίρια στιγμή, διότι να μην ξεχνάμε ότι πριν από μερικές μέρες ακριβώς έξω από το σινεμά στο οποίο εμείς θα κάνουμε πρεμιέρα, υπήρξε βία σε τρανς άτομα. Έχει αλλάξει ριζικά επομένως η ελληνική κοινωνία από αυτό που είδες εσύ πριν από 20 χρόνια; Θέλω να ελπίζω πως ναι, ως ένα σημείο. Παρόλα αυτά, ένα ενδιαφέρον στοιχείο που θα σου δώσω σε σχέση με το γύρισμα της ταινίας μας είναι ότι όσο πιο extreme ήταν οι χαρακτήρες, τόσο πιο αποδεκτό ήταν αυτό που συνέβαινε. Συγκεκριμένα, η Καγκέλα (drag περσόνα) που χρησιμοποιεί στοιχεία κλόουν και κατά κάποιον τρόπο όντως δεν θα είχε πρόβλημα να μιλήσει για μασκάρεμα, δεν είχε καθόλου την ίδια αντιμετώπιση στον δρόμο με την Αουρόρα (drag περσόνα) που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι μια τρανς γυναίκα στο όριο ενός πιο ξεκάθαρου femininity. Εκεί πέρα δεν ήταν καθόλου εύκολα τα πράγματα, υπήρχαν πολύ επιθετικά βλέμματα και αρκετές φορές τρομάξαμε, οπότε έχει ενδιαφέρον αυτό που βρισκόμαστε σε σχέση με αυτά τα ζητήματα και το τι έχει αποφασίσει ότι θα συγχωρεί η ελληνική κοινωνία και θα αφήνει να υπάρχει. Ένας χαρακτήρας στη μέση της ταινίας αναφέρει ότι ξεκίνησε ως drag περσόνα προσπαθώντας να βρει την τρανς ταυτότητά του, επειδή ήταν πιο εύκολο να υπάρξεις στην ελληνική πραγματικότητα ως μια εξτραβαγκάντ περσόνα. Νομίζω θα φανεί στο making of που θα θέλαμε κάποτε να κάνουμε, γιατί έχουμε πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες να πούμε ειδικά σε συνάρτηση με τη βία και την απέχθεια που αντιμετώπισαν στους δρόμους. Αποφύγαμε να τα προσθέσουμε στην κυρίως ταινία γιατί θέλει να οραματιστεί μια πραγματικότητα όπου δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο η βία της καθημερινότητας.
Υπάρχουν αναφορές στο «σημείο μηδέν»: τη δολοφονία του Ζακ. Βλέπουμε όμως ότι «σβήνει» το αποτύπωμα μιας σοβαρής δολοφονίας στις ανθρώπινες μνήμες μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα
Ως queer άτομα οφείλουμε να θυμόμαστε την ιστορία, η οποία έχει υπάρξει από δύσκολη μέχρι εξαιρετικά σκληρή, και αυτό το τραύμα δε μας πάει κατά οποιονδήποτε τρόπο πίσω στο να σκεφτόμαστε ότι δεν υπάρχει εξέλιξη. Ίσα-ίσα όταν βλέπει κανείς να δημοσιεύονται ακόμη κάποια από τα πράγματα που έγραφε για την κοινωνία μας η Ζάκι στο Facebook, συνειδητοποιείς πώς ήταν πραγματικά σαν ένας προφήτης του μέλλοντος, ένας άγγελος με το ερωτηματικό του, ένας ιερομάρτυρας που πέθανε για τον αγώνα του.
Όσο ακόμα η υπόθεση της δίκης είναι ανοιχτή, ακούγονται τερατώδη πράγματα, που επιβεβαιώνουν ότι ως κοινωνία δεν έχουμε προχωρήσει σε καμία περίπτωση. Θεωρώ ότι η μνήμη αυτή πρέπει να είναι μαζί μας και δεν θεωρώ ότι με οποιονδήποτε τρόπο το να σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που χάσαμε σημαίνει ότι θα είμαστε λιγότερο fabulous ή θα είμαστε λιγότερο επαναστάτες. Ίσα-ίσα, μαζί με τις ήττες θα πηγαίνουν και οι νίκες.
Η διακίνηση της drag κουλτούρας ενσωματώθηκε πολιτιστικά μέσω των βιντεοκασετών καθώς παραγωγές που δεν περνούσαν από τη μεγάλη οθόνη έκαναν γνωστά άγνωστα ζητήματα ή ιστορίες ενσωμάτωσης, επιτρέποντας στους ανθρώπους να εκφράζονται και να εξερευνήσουν την ταυτότητά τους με περισσότερη ελευθερία. Ταυτόχρονα, όμως, η αύξηση της πρόσβασης σε αυτό το περιεχόμενο μπορεί να είχε και αντίθετες επιπτώσεις, όπως την αύξηση της κοινωνικής αντίδρασης και της εχθρότητας απέναντι σε αυτές τις κοινότητες.
Σε γενικές γραμμές, η VHS και η επιλογή ποικίλων περιεχομένων άνοιξαν ένα νέο παράθυρο στον κόσμο, ενισχύοντας τη διαφορετικότητα και την πολυμορφία, αλλά ταυτόχρονα προκάλεσαν και αντιδράσεις από κάποιους που αντιτάσσονταν σε αυτήν την αλλαγή. Είναι μια σύνθετη διαδικασία που επηρέασε την drag κουλτούρα και την κοινωνία γενικότερα;
Είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά σου στην υποκουλτούρα που ανέπτυξε το VHS και η σύνδεσή του με τη δημοκρατικοποίηση της κινούμενης εικόνας. Πράγματι, το VHS άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην πρόσβαση σε πολιτιστικό περιεχόμενο, επιτρέποντας σε πολλές υποκουλτούρες να αναδειχθούν και να εξελιχθούν. Είναι ενδιαφέρον πώς αυτό το μέσο έγινε ένα εργαλείο για την εξέλιξη της πολιτιστικής ποικιλομορφίας και τη διαμόρφωση νέων κοινοτήτων.
Στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80, όπως αναφέρεις, η κατάσταση ήταν δύσκολη και οι υποκουλτούρες ενδεχομένως να μην είχαν την ίδια ανάπτυξη όπως σε άλλα μέρη του κόσμου. Ωστόσο, ακόμα και σε δύσκολες περιόδους, οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να εκφραστούν και να συνδεθούν μέσω της πολιτιστικής παραγωγής και κατανάλωσης. Το VHS μπορεί να ήταν ένας από αυτούς τους τρόπους, προσφέροντας μια πλατφόρμα για την εκφραστικότητα και την πολιτιστική ανταλλαγή, ακόμα και σε περιβάλλοντα που ήταν δύσκολα και περιορισμένα.
Είναι ενδιαφέρουσα η ανάλυσή σου για τον τρόπο με τον οποίο το VHS αντιπροσωπεύει ένα είδος χειροποίητης δημιουργίας που συνδέει διαφορετικές εποχές, από το παρελθόν έως το μέλλον. Η αναφορά σου στην εποχή του VHS ως μια πιο «punk» εποχή είναι επίσης ενδιαφέρουσα, δείχνοντας τον τρόπο με τον οποίο η πρόσβαση σε αυτήν την τεχνολογία μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη της κοινωνίας και της κουλτούρας.
Η συνειδητοποίησή σου για τη σημασία του VHS στο queer community και στην ελληνική κοινωνία είναι σημαντική. Το VHS ως μέσο έκφρασης και πρόσβασης σε πολιτιστικό περιεχόμενο μπορεί να έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην καταγραφή και την ανάδειξη διαφόρων πτυχών της κοινωνίας που μπορεί να μην αντικατοπτρίζονταν εύκολα στο επίσημο κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο. Το VHS συχνά αντιπροσωπεύει μια πιο αυθεντική, αμεσότερη σύνδεση με την κοινωνία και την πολιτιστική της παραγωγή, και αυτό είναι κάτι που χάνεται στην ψηφιακή εποχή. Η έρευνά σου στον ελληνικό κινηματογράφο των ’80s μέσω του VHS είναι αξιοσημείωτη και μπορεί να φωτίσει πτυχές της ελληνικής πολιτιστικής ιστορίας που σπάνια αναφέρονται.
Θα ήθελα να μιλήσεις σε ευθεία σύνδεση με το κοινό που δεν ανήκει στη drag community, δεν ανήκει στους σινεφίλ, δεν ανήκει στον χώρο της τέχνης, και εσύ ως δημιουργός θα ήθελα να τους εξηγήσεις για ποιον λόγο αυτή η μιάμιση ώρα από τη ζωή τους μπορεί να είναι ένα κέρδος σε βάθος χρόνου;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω σκεφτεί, για να είμαι πολύ ειλικρινής, ότι αυτή η ταινία μπορεί να απευθυνθεί και σε μη σινεφίλ. Ήλπιζα τουλάχιστον να μιλήσει σε όλους τους σινεφίλ. Παρόλα αυτά, ένα από τα πράγματα που μας έκαναν πάρα πολύ εντύπωση στο Ρότερνταμ, αλλά και συνολικά σε συζητήσεις που έχουμε κάνει, είναι ότι κάποια από τα πιο εύστοχα σχόλια, και όχι τόσο εύστοχα με την έννοια της ακαδημαϊκής καθαρότητας αλλά συναισθηματικά βαθιά σχόλια που πήραμε, ήταν από ανθρώπους που δεν είχαν σχέση με αυτά τα community.
Ένιωσαν ότι έφεραν κάτι από τον εαυτό τους που τους έκανε να νιώθουν μέλος ενός community. Επίσης, τους έκανε να νιώθουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά, όπως το πώς να ταιριάζουν και να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους. Τα σχόλια που εμένα με έχουν συγκινήσει μέχρι στιγμής έχουν έρθει από αναπάντεχες πηγές, οπότε θεωρώ ότι έχουμε κάνει μια προσπάθεια η ταινία να μην είναι αποκλειστικά ούτε για τους σκληρούς σινεφίλ, αλλά και σίγουρα όχι φτιαγμένη για το queer community. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό είναι γιατί το queer community γνωρίζει πολλά από αυτά. Φτιάξαμε, δηλαδή, την ταινία έχοντας στο μυαλό μας αυτό το κοινό. Τώρα το πόσο μπορεί να φύγει η ταινία από ένα σινεφίλ κοινό και να φτάσει σε ένα κοινό που θα έβλεπε ταινίες στην τηλεόραση, αυτό είναι ένα στοίχημα που θέλω να το δω. Νιώθω ότι υπάρχουν μια σειρά από πράγματα τα οποία μπορεί να δυσκολέψουν σε ένα πρώτο πλαίσιο, όπως για παράδειγμα η μη εύκολη φόρμα. Δεν θεωρώ ότι είναι δύσκολη. Εμένα μου φαίνεται εύκολη, αλλά ίσως δεν είναι τόσο συνηθισμένη. Βέβαια, τώρα στην post-Internet εποχή νομίζω, ειδικά στις πιο μικρές ηλικίες, θα φανεί αρκετά εύκολο, δηλαδή από το να παρακολουθείς TikTok είναι σίγουρα πιο ίσιο. Αν και προέρχομαι από ένα αρκετά ελκυστικό background πειραματικής εικόνας, δεν με ενδιαφέρουν πια αυτά τα οποία έχω κάνει πιο μικρός στη ζωή μου, που ήταν πιο ακαδημαϊκή έννοια και για λίγους. Νομίζω ότι και ο τίτλος της ταινίας κοροϊδεύει την έννοια του αβανγκάρντ.
Στο αβανγκάρντ δηλαδή είναι και λίγο αστείο να παίρνεις τον εαυτό σου τόσο πολύ στα σοβαρά, οπότε υπάρχει και μια ελαφριά κοροϊδία αυτής της έννοιας και πραγματικά δεν ξέρω αν θα μπορούσε αυτή η ταινία να έχει pop κοινό, αλλά θα με ενδιέφερε να το δω. Σίγουρα δεν είμαι ο χαρακτήρας που θα πει: «Δεν θα πάω να δω το “Barbie” γιατί είναι πολύ ροζ και πολύ ποπ». Το είδα, μου άρεσε και πέρασα τέλεια. Με τον ίδιο τρόπο που μπορώ να πάω να δω έναν ολονύχτιο Kenneth Anger όπου είναι όλα αφηρημένα, μπορώ να πάω να δω την «Barbie» και άλλα τέτοια films. Αναρωτιέμαι αν θα μπορέσει όντως δική μας ταινία να έχει και ένα τελείως άλλο κοινό. Είναι ένα ενδιαφέρον στοίχημα. Συγχρόνως ελπίζω να φαίνεται ότι δεν την κάναμε καθόλου με τη σκέψη ότι θέλουμε να είναι μια ιδιαίτερα popular ταινία. Ούτε καν σκεφτήκαμε ότι αυτή η ταινία μπορεί να φτάσει στο Ρότερνταμ και τώρα στη Θεσσαλονίκη μας. Είμαστε πάρα πολύ χαρούμενοι με αυτό. Φτιάχτηκε τελείως για να πούμε εμείς αυτήν την ιστορία αυτών των ανθρώπων και αυτής της σκηνής ακριβώς αυτήν τη στιγμή που υποτίθεται ότι κάτι αλλάζει στην ελληνική κοινωνία, αλλά πώς αλλάζει.
Δηλαδή είναι ένα πολιτικό statement που έχει γίνει εκεί, το πόσο πανανθρώπινη μπορεί να είναι και να έχει και ένα ποπ κοινό, θα το δούμε. Αυτό που είναι πολύ θετικό για μας είναι ότι σίγουρα δεν φαίνεται να έχει borders από άποψη εθνικότητας. Την ταινία τώρα την έχουν πάρει στην Πολωνία, στην Αυστρία, στη Βραζιλία, δηλαδή έχουν ήδη γίνει confirmed πολλά φεστιβάλ, οπότε το σίγουρο είναι ότι τουλάχιστον σε αυτόν το σινεφίλ κόσμο των φεστιβάλ θα ταξιδέψει κάπως διεθνώς, το οποίο για μένα είναι ήδη το πρώτο βήμα. Αυτό που λες για το αν θα μπορούσε να έχει ένα μη συνεπές κοινό εδώ νομίζω θα βάλω μια άνω τελεία και θα το ξανασυζητήσουμε σε έναν χρόνο.
Η συνέντευξη δόθηκε στον Αλέξανδρο Ρωμανό Λιζάρδο
και δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα ertnews.gr