Μια έφηβη κι ο μικρός αδερφός της αναζητούν στέγη και τροφή στο δάσος, όταν ανακαλύπτουν το σπίτι μιας μυστηριώδους ηλικιωμένης, η πλουσιοπάροχη φιλοξενία της οποίας αρχίζει να δημιουργεί υποψίες στην κοπέλα.
Μετά την περιπετειώδη εκδοχή του «Χάνσελ και Γκρέτελ: κυνηγοί μαγισσών» («Hansel and Gretel: Witch Hunters», Τόμι Βίρκολα, 2013), εδώ το γερμανικό λαϊκό παραμύθι που κατέγραψαν κι εξέδωσαν οι αδερφοί Γκριμ το 1812 αποδίδεται ως ταινία τρόμου, ακατάλληλη για παιδιά. Μεταφέρεται επίσης με ανεστραμμένα τα ονόματα στον τίτλο, προσφέροντας στο κορίτσι φεμινιστική προτεραιότητα αντάξια του δυναμικότερου ρόλου που ανέκαθεν διαδραμάτιζε στην ιστορία.
Όπως είπαμε παραπάνω, ο Πέρκινς ανήκει σ’ αυτή τη νέα γενιά σκηνοθετών που δίνουν έμφαση στη διακριτική και υπομονετική δημιουργία απόκοσμης διάθεσης στον θεατή μέσα από υποβλητική εικαστικότητα. Όπως κι η προηγούμενη ταινία του, με τίτλο «Εγώ είμαι η μοναδική ομορφιά του σπιτιού» («I am the Pretty Thing that Lives in the House», 2016), που διατίθεται στο Netflix, αυτή εδώ είναι ένα εικαστικό κομψοτέχνημα, το οποίο οφείλει τη φρικιαστική του ατμόσφαιρα κυρίως στον διευθυντή φωτογραφίας Γκάλο Ολιβάρες και στον ανατριχιαστικό σχεδιασμό ήχου των Ντιέγκο Πέρεζ και Τζάστιν Ντέιβι. Καθόλου υποδεέστερη η συμβολή του μακιγιάζ της Ροσίν Κόπλαντ που μεταμορφώνει ηλικιακά το πρόσωπο της Άλις Κρίγκ και στον σχεδιασμό παραγωγής Τζέρεμι Ριντ, το τριγωνικό σπίτι του οποίου παραπέμπει στον ίδιου σχήματος ναό του Χένρικ Σβένσον για το «Μεσοκαλόκαιρο». Ωστόσο, η ταινία θα ήταν ακόμη πιο τρομακτική αν το σενάριο ήταν λιγότερο προβλέψιμο κι αν ο ρυθμός της σκηνοθεσίας απέφευγε τα περιστασιακά πλατειάσματα.
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr