Συνέντευξη του Δημήτρη Ινδαρέ για το "Λενάκι - Δυο φωτιές και δυο κατάρες"
Για την ταινία «Λενάκι- Δυο φωτιές και δυο κατάρες» μίλησε στην ΕΠΟΧΗ ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές.
Το «Λενάκι» είναι ένα ντοκιμαντέρ που αφηγείται μια συναρπαστική και γοητευτική ιστορία. Πρόκειται για μια μακρινή ιστορία της οικογένειάς σας. Πως όμως έφτασε στα χέρια σας το αρχικό ντοκουμέντο που πυροδότησε την ιδέα σας;
Με αφορμή το ενδιαφέρον ενός ερευνητή από την Αυστραλία για τον προπάππο μου Λάμπρο, που πιθανότατα ήταν ο πρώτος Έλληνας μετανάστης που δημοσίευσε το μακρινό 1867 ενυπόγραφες επιστολές στην εφημερίδα Argus της Μελβούρνης, προσπαθώντας να ξεσηκώσει ρεύμα φιλελληνικό για τους σφαγιαζόμενους Κρήτες την περίοδο της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, η μητέρα μου θυμήθηκε πως τα αποκόμματα υπήρχαν μαζί με κάποια χειρόγραφα φυλαγμένα στο πατρικό μας. Ένα πάκο χαρτιά, που το παλαιότερο ήταν ένα οθωμανικό συμβόλαιο του 1745, ήταν θραύσματα από ένα οικογενειακό παρελθόν που αγνοούσα.
Ένα όμως από αυτά, ένα εκκλησιαστικό επιτίμιο, μια πνευματική τιμωρία που αναφερόταν σε μια παλιά τραυματική ιστορία, με συγκλόνισε. Δεν έδωσε μόνο την ιδέα και την επιθυμία για ένα ταξίδι στο παρελθόν αλλά δημιούργησε και μια βαθιά ανάγκη για την αποκατάσταση της σύνδεσης με τις ρίζες κι έναν γενέθλιο τόπο που, όπως μπορούσα πλέον ν’ αντιληφθώ, ήταν κομμένες βίαια.
Μπορείτε να μας συστήσετε με λίγα λόγια τους ήρωές σας; Δηλαδή το Λάμπρο και κυρίως την Ελένη και τον Ελμάζ;
Είπαμε πως ο Λάμπρος ήταν προπάππος μου. Ήταν εγγονός ενός οπλαρχηγού,
που σε μια από τις πρώτες ενέργειες του αγώνα, 16 Μαρτίου του 1821, επιτέθηκε στον οχυρό πύργο του Ελμάζ-αγα, του Τουρκαλβανού Αγά της Μοστενίτσας (σήμερα Ορεινή Ηλείας). Ο Ελμάζ ή Λιμάζαγας, λίγα χρόνια πριν, είχε κλέψει την ξαδέλφη του οπλαρχηγού Ελένη. Σε δίκη που είχε γίνει για την αρπαγή της, η Ελένη υπερασπίστηκε στον Οθωμανό δικαστή τον εγκαλούμενο από τον χριστιανό πατέρα της αλλόθρησκο σύντροφό της λέγοντας το θρυλικό και αδιανόητο για την εποχή «άντρα χρώσταγα, άντρα πήρα». Ο Ελμάζ και η Ελένη έζησαν μαζί κι έκαναν και δυο παιδιά. Ώσπου ξέσπασε η επανάσταση και ο οπλαρχηγός παππούς του Λάμπρου ανέλαβε δράση. Τον οπλαρχηγό τον έλεγαν Δημητράκη Ινταρέ… Με αυτά τα δεδομένα δε χρειαζόταν καμιά μυθοπλασία. Μόνο έρευνα, μια προσπάθεια ν’ αναζητηθούν στοιχεία και να συντεθεί ένα συνεκτικό αφήγημα, που να παρακολουθεί και κάπως να εξηγεί τις επιλογές των ηρώων.
Κομβικό ρόλο όμως παίζει στην ταινία και το δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στη σχέση της Χριστιανής με τον Τούρκο.
Το τραγούδι του Λιμάζη, όπως είναι καταχωρημένο από τον Νικόλαο Πολίτη στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, και μια σειρά παραλλαγές του, εμπνέουν κι εμψυχώνουν το όλο εγχείρημα. Είναι ένα από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια του Μοριά, που ταξίδεψε μάλιστα ως και στον μακρινό Πόντο. Καταγράφεται από νωρίς, υπάρχει ήδη στις πρώτες μετά τον Αγώνα συλλογές. Είναι ταξινομημένο ως τραγούδι του γάμου. Οι στίχοι του ξαφνιάζουν για τον τρόπο που υμνούν τη συνάντηση των δυο αλλότριων κόσμων. Ασφαλώς και για πολλά χρόνια, η μνήμη της εγγύτητας κι ενδεχομένως κάποιου τύπου αίσθηση συγγένειας Αλβανών και Ελλήνων, με κάποιες τουλάχιστον φατρίες τους, ήταν ζώσα. Πολύ αργότερα το όνομα του Ελμάζ σβήνει και γίνεται γαμπρός. Και σβήνει μάλλον όχι επειδή η μνήμη εξασθενεί, αλλά γιατί το υπαγορεύουν οι επιταγές ενός κόσμου που οχυρώνεται σε πιο απόλυτα σύνορα.
Η ιστορία πάντως της Ελένης και του Ελμάζ ήταν προφανώς και μια ευκαιρία να αναπαραχθεί το μοτίβο της Ωραίας Ελένης. Και το συγκλονιστικό εδώ είναι πως πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, με πρόσωπα υπαρκτά, που φέρουν και τα κατάλληλα, βαριά ονόματα: Ελένη και Ελμάζ. Όπου Ελμάζ σημαίνει διαμάντι. Πρόκειται λοιπόν μια εξαιρετική συνάντηση του πραγματικού με το μυθικό. Όταν βρίσκεσαι μπροστά σε κάτι τέτοιο, δεν έχεις παρά ν’ αφεθείς στην εμπειρία του τραγουδιού και να σταθείς με σεβασμό στο μεγαλείο των συνηχήσεών του.
Πόσο σημαντικοί είναι οι θρύλοι στη λαϊκή μας παράδοση;
Μιλάμε για το κεφάλαιο της προφορικής μας παράδοσης, σωστά; Οι άνθρωποι μνημονεύοντάς τους, μοιράζονται κάτι από την εμπειρία και τους συμβολισμούς, που κρύβουν εντός τους. Επαναβεβαιώνουν δεσμούς και αξίες. Οι ειδικοί λένε πως αφορούν κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται, που επανέρχονται από τα πολύ-πολύ παλιά χρόνια. Προϋποθέτουν μύηση, επανάληψη, συγκεκριμένες συνθήκες επιτέλεσης της αφήγησής τους. Αλλιώς καταλήγουν κούφιοι, γραφικοί και παρωχημένοι. Χάνουν τη μυσταγωγική και θεραπευτική τους επενέργεια. Αυτοί που τραγουδούν ή χορεύουν έναν τέτοιο θρύλο, βηματίζουν συγχρονισμένα και αρμονικά σ’ έναν κύκλο χέρι-χέρι και συλλαβίζουν τα λόγια τσακίζοντας τη φωνή τους στις ίδιες μουσικές κλίμακες, όπως το έκαναν οι προηγούμενοι, που τους το έμαθαν. Γίνονται έτσι κοινωνοί κάποιων αναφορών. Βιώνουν την ανακουφιστική αγκαλιά μιας συλλογικής και βαθιά ανθρώπινης ταυτότητας.
Η ταινία, εκτός από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας έχει πάει στο εξωτερικό; Και αν όχι, έχει προγραμματιστεί κάτι ανάλογο;
Ένα ντοκιμαντέρ σαν το «Λενάκι» θέλει μια πολύ στοχευμένη επικοινωνία. Δεν φτάνει να ρίξεις την ταινία σαν το μπουκάλι, στον απέραντο ωκεανό των φεστιβάλ. Τα φεστιβάλ της ομογένειας ενδιαφέρονται για τέτοιες ταινίες. Έτσι επιλέχτηκε από το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Λος Άντζελες κι ελπίζω να επιλεγεί και σε άλλα σχετικά, στη συνέχεια. Θα ήθελα πολύ να δοκιμάσουμε την απήχησή της ταινίας στις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, την Αλβανία και την Τουρκία. Να δούμε το κατά πόσο σήμερα η ιστορία της Ελένης και του Λιμάζη μπορεί να κινητοποιήσει μνήμες. Και αν μπορεί να συγκινήσει σε μια κατεύθυνση υπέρβασης και σύγκλισης. Ξεστομίζουμε σήμερα αυτές τις λέξεις κι αισθανόμαστε ανόητοι, γραφικοί. Δεν είναι κρίμα;
Στράτος Κερσανίδης
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com