Μενού

ΓΡΗΓΟΡΟΣ ΤΣΑΡΛΙ, Ο - Πάρις Μνηματίδης

2011 7

Περπατημένος ο Phillip Noyce αν μη τι άλλο στην καρέκλα του σκηνοθέτη, το νέο του φιλμ όμως δεν κολακεύει την πολύχρονη εμπειρία του στον χώρο, το αντίθετο μάλιστα. Ξεκινάει σαν μαύρη κωμωδία δίχως να τσιγκουνεύεται και τις δόσεις βίας, κάπως άτσαλα και με διαλόγους που «εξυπνακίζουν» αλλά που στην πραγματικότητα δεν είναι ιδιαίτερα καλογραμμένοι. Κάπου μετά το μισάωρο το ύφος αλλάζει και μπαίνει στις ράγες ενός πιο συμβατικού θρίλερ δράσης, το οποίο όμως έχει υπερβολικά πλαδαρούς ρυθμούς για να μεταφέρει ένταση και σασπένς στον θεατή. Αν επιλεγόταν ο δρόμος μιας πιο ελεγειακής και δραματικής προσέγγισης στο στιλ του Eastwood (με δεδομένο και το ότι ακολουθείται το μοτίβο «γερόλυκος κόντρα σ’ έναν κόσμο που αλλάζει») μπορεί η όλη ιστορία να λειτουργούσε καλύτερα σε κινηματογραφικό επίπεδο, στην παρούσα του μορφή όμως ο «Γρήγορος Τσάρλι» εκπέμπει σχεδόν συνέχεια μια άσχημη αίσθηση ρουτίνας που απομακρύνει την προσοχή από τα δρώμενα.

Εδώ κι εκεί μπορεί να βρει κανείς κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως τη δουλειά του Warwick Thornton (σκηνοθέτη της «Γλυκιάς Πατρίδας») στη φωτογραφία που βλέπει τον αμερικανικό Νότο με… αυστραλιανή ματιά, χαρίζοντας ένα ξεχωριστό αισθητικά αποτέλεσμα που ξεφεύγει σε μεγάλο βαθμό από τα στερεότυπα για τη συγκεκριμένη τοποθεσία στον κινηματογράφο. Και υπάρχουν κάποιες καλοδεχούμενες πινελιές κυνισμού (όταν δεν πνίγονται από έναν συναισθηματισμό που έρχεται λίγο αργότερα) που αν το σενάριο τις εκμεταλλευόταν καλύτερα μπορεί να προέκυπτε κάτι που να έμοιαζε με το σκληροτράχηλο σινεμά του S. Craig Zahler ή των αδερφών Safdie. Αλλά δυστυχώς τα κλισέ όσο περνάει η ώρα συσσωρεύονται όλο και περισσότερο (ειδικά στο πώς αντιμετωπίζεται μια ρομαντική υποπλοκή), το ύφος παλαντζάρει, με ορισμένα σημεία να θυμίζουν περισσότερο διακοπές παρά προσπάθεια δύο ανθρώπων να ξεφύγουν από αδίστακτους διώκτες, και από μηχανής θεοί βγαίνουν συνεχώς από το καπέλο για να διευκολυνθεί η πορεία της πλοκής σε μια προεπιλεγμένη κατεύθυνση εις βάρος της όποιας αληθοφάνειας. Και η σούμα είναι αυτή μιας ταινίας που στην καλύτερη περίπτωση προσφέρεται για τριτοτέταρτη επιλογή για μια βραδιά βαριεστημένου streaming, για θέαση χωρίς πολλές απαιτήσεις και ίσως χωρίς παύση στα διαλείμματα από την οθόνη.

Ο Pierce Brosnan μοιάζει να αντιλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό τα όρια του εγχειρήματος και δεν καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, σε μια ερμηνεία που ανάλογα με τα γυαλιά της στιγμής θα μπορούσε να την εισπράξει κάποιος είτε ως εσκεμμένα λακωνική είτε ως «βάζω τον αυτόματο πιλότο». Αλλά το μεγαλύτερο φάουλ ίσως να είναι η παρουσία του James Caan στον τελευταίο του κινηματογραφικό ρόλο πριν φύγει από τη ζωή, σε κατάσταση ιδιαίτερα καταβεβλημένη που περισσότερο προκαλεί μια εύλογη στενοχώρια, ειδικά στους φαν του, παρά τιμά τη μνήμη του και το επί δεκαετίες έργο του μπροστά από την κάμερα.

Με τόσο έμπειρους συντελεστές είναι φυσιολογικό να περιμένει κανείς κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που καταλήγει να βλέπει στο πανί. Δυστυχώς ούτε ιδιαίτερη έμπνευση υπάρχει, κυρίως σεναριακά, αλλά και από την εκτέλεση λείπει έστω λίγη σπιρτάδα που θα έκανε το κοινό να ακολουθήσει με ενδιαφέρον την ιστορία. Και η νοηματική που εντοπίζεται πίσω από τη δράση και συνοψίζεται στο «ο παλιός είναι αλλιώς» έρχεται, εξαιρετικά ειρωνικά, σε ευθεία αντίθεση με την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος.

Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module