Μενού

ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ - Γιώργος Παπαδημητρίου

Ιούλιος, 1984. Το άστρο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα κινδυνεύει να ξεθωριάσει, έχοντας απελευθερώσει μονάχα ένα απειροελάχιστο κλάσμα της λάμψης του. Η διετία του στη Βαρκελώνη αποδείχτηκε καταστροφική και η μεταγραφή του στην ιταλική Νάπολι φάνταζε παράτολμο στοίχημα από κάθε άποψη. Η Νάπολι, σε απόλυτη σύμπνοια και αρμονία με την πόλη της Νάπολης, ήταν ο φτωχός συγγενής του λαμπερού ιταλικού ποδοσφαίρου, έτη φωτός μακριά από τις ομάδες-μεγαθήρια του εύρωστου βιομηχανικού βορρά της Ιταλίας.

Κι αυτό ακριβώς ήταν το μυστικό συστατικό της χημικής ένωσης του Μαραντόνα με τη ναπολιτάνικη κοινωνία, ενός δεσμού που ισοπέδωσε οποιοδήποτε αντίστοιχο παράδειγμα στη σύγχρονη ιστορία του ποδοσφαίρου. Οι Ναπολιτάνοι, ο τελευταίος τροχός της αμάξης στην Ιταλία, δέκτες ακατάσχετου πολιτισμικού ρατσισμού και χυδαίας υποτίμησης από τους σνομπ συμπατριώτες τους, κυριεύτηκαν από την αίσθηση του περιούσιου λαού. Ο Μεσσίας είδε τα βάσανα των φτωχών και κατατρεγμένων και έσπευσε να τους ευλογήσει. Ο εκλεκτός δεν επέλεξε έναν προορισμό με χλιδή και πρεστίζ, αλλά την τελευταία τρύπα του ζουρνά. Ο εκλεκτός διάλεξε τους εκλεκτούς.

829 2

Ο Ασίφ Καπάντια, σεσημασμένος στα οξυδερκή και τεθλασμένα biopics, με επιμέρους εξειδίκευση στις ιδιοφυΐες που έφυγαν πολύ πριν την ώρα τους (SennaAmy), αυτή τη φορά επικεντρώνεται σε μια μυθική φιγούρα που βρίσκεται ακόμη εν ζωή. Φυσικά, εδώ και πολλά χρόνια, o Ντιέγκο περισσότερο μοιάζει με θρύλο ενός παμπάλαιου παραμυθιού παρά με ένδοξο βετεράνο του σήμερα. Διότι ο Μαραντόνα, από καιρό πια, είναι από μέσα πεθαμένος που λέει και το τραγούδι, καρικατούρα του εαυτού του, έρμαιο των διαβόλων που γεννούν αυγά στο μυαλό και το μετατρέπουν σε φιδοφωλιά.

Και καθώς ακούμε τη φωνή του να αναπολεί μεγαλεία και συντριβές, θριάμβους και οδυρμούς, αποκομίζουμε την εντύπωση πως αυτή η φωνή αναβλύζει από το υπερπέραν: σαν ένας τελευταίος ψίθυρος που αφήνουν τα ερείπια του χρόνου. Ο Καπάντια, σοφά και συνετά, αποφεύγει τη μέθοδο των talking heads και δεν υποκύπτει στον πειρασμό να συμπεριλάβει τον Μαραντόνα στο κάδρο τις στιγμές που του χαρίζει τον ρόλο του αφηγητή. Δεν είναι η ώρα για αυτολύπηση ή οίκτο, για αγιοποίηση ή καταδίκη. Ο μύθος, εξάλλου, είναι πάντα αυτόφωτος και ταξιδεύει μακρύτερα ακόμη και από τις διαστάσεις που έχει χαράξει ο ίδιος για τον εαυτό του.

Από εκεί και έπειτα, η δεύτερη μικροδιαφορά που μπορούμε να εντοπίσουμε ανάμεσα στο Diego Maradona και τα άλλα δύο βιογραφικά ντοκιμαντέρ του Καπάντια έγκειται στον τίλο. Η ταινία για τον Άιρτον Σένα φέρει στον τίτλο μονάχα το επίθετο, ακριβώς διότι το ταλέντο του Σένα υπήρξε ο καταλύτης που πυροδότησε τον χαμό του. Ο Βραζιλιάνος πιλότος της Φόρμουλα 1 συναντούσε τον θεό όταν έτρεχε, άγγιζε τη μέθεξη όταν λίκνιζε το μονοθέσιο στις βρεγμένες στροφές της πίστας, ζούσε και σκεφτόταν όπως ακριβώς αγωνιζόταν: σαν μοναχικό αγρίμι, ένας άνθρωπος που είχε βαλθεί να ωθήσει το σώμα και το μυαλό το σε ακραίες τιμές. Στον αντίποδα, η ταινία για την Έιμι Γουάινχαουζ έχει ως τίτλο μονάχα το μικρό της όνομα, ακριβώς επειδή η Έιμι υπήρξε ανέκαθεν και ώς το τέλος ένα φοβισμένο κορίτσι. Ένα κορίτσι που δεν κατόρθωσε να ορθώσει ανάστημα στα τέρατα του μυαλού και αγκάλιασε ολοκληρωτικά το σκοτάδι.

829 3

Το ντοκιμαντέρ για τον Ντιέγκο Μαραντόνα κινείται, λοιπόν, σε μια μέση οδό. Και τιτλοφορείται με ολόκληρο το ονοματεπώνυμο, ακριβώς σαν τη διπρόσωπη φύση του τιμώμενου προσώπου: θεοποιημένο σύμβολο και προσωποποίηση του κακού, γνήσια αντισυμβατικός και ντεμέκ επαναστάτης, τεχνητά προβοκάτορας και αφτιασίδωτα ειλικρινής. Από τη μια, ο Ντιέγκο, ένα μαυροτσούκαλο πιτσιρίκι που μεγάλωσε στις παραγκουπόλεις του Μπουένος Άιρες χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση, από την άλλη ο Μαραντόνα, μπλεγμένος σε μια αυτοκαταστροφική δίνη αλαζονείας που ξεγελούσε την αγιάτρευτη ανασφάλεια.

Εξάλλου, όπως αναφέρεται κάποια στιγμή και στην ταινία, ο Ιανός που κατοικούσε στην ψυχή του Ντιέγκο Μαραντόνα έκανε την εμφάνισή του με σάρκα και οστά στον ιστορικό προημιτελικό με αντίπαλο την Αγγλία, στο Μουντιάλ του ’86. Αρχικά, ένα γκολ προϊόν μπαγαποντιάς, συνοδευόμενο από προβοκατόρικες δηλώσεις («το γκολ αυτό το πέτυχαν δύο σκόρερ, από λίγο ο καθένας, λίγο το κεφάλι του Μαραντόνα, λίγο το χέρι του θεού»), ένα γεγονός που θα μπορούσε κάλλιστα να χαντακώσει το όνομα του Μαραντόνα στα μαύρα κατάστιχα της μουντιαλικής ιστορίας. Και ξαφνικά, μόλις τέσσερα λεπτά αργότερα, μια πυρηνική σχάση ομορφιάς. Μια στροβιλιζόμενη ποίηση που άφησε αγγλικά πτώματα στο χορτάρι, το επονομαζόμενο «γκολ του αιώνα». Δαίμονας και άγγελος σε διάστημα πέντε λεπτών, αυτός ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα.

Επιστρέφοντας στα του ντοκιμαντέρ, η αλήθεια είναι πως ο Καπάντια είχε στη διάθεσή του ένα πυρηνικό υπερόπλο, ένα ασύλληπτης σπανιότητας αρχειακό υλικό διάρκειας 500 ωρών (!), το οποίο μάλιστα προοριζόταν εξαρχής για κινηματογραφικούς σκοπούς: ο τότε ατζέντης του Μαραντόνα είχε βαλθεί να γυρίσει μια ταινία με θέμα τον διάσημο πελάτη του και προσέλαβε δύο καμεραμέν να τον ακολουθούν από απόσταση αναπνοής σε καθημερινή βάση, στη διάρκεια της σχεδόν επταετούς παραμονής του στη πόλη της Νάπολης (συμπεριλαμβανομένων και των Μουντιάλ του ’86 και του ’90). Ωστόσο, ο Καπάντια κάθε άλλο παρά αρκείται σε μια μουσειακή παράθεση των κειμηλίων που έχει στα χέρια του. Αντιθέτως, με ένα πανέξυπνο μοντάζ, άλλοτε φρενήρες κι άλλοτε βραδυφλεγές, φιλοτεχνεί ένα πορτρέτο ψυχαναλυτικών, κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων, το οποίο ξεψαχνίζει τόσο τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο όσο και τον μύθο που έκρυβε τον άνθρωπο.

829 1

Ξεκινώντας με μια εναρκτήρια σκηνή που θυμίζει περισσότερο αστυνομικό θρίλερ παρά ποδοσφαιρική βιογραφία, τρυπώνουμε στα άδυτα της πρώτης μέρας του Ντιέγκο στη νέα του ομάδα. Η συνέντευξη τύπου, γαλαξίες μακριά από το μιντιακό πανηγύρι του σήμερα, ξεκινά με την πιο άβολη ερώτηση που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί: «γνωρίζετε ότι η πανίσχυρη μαφία της περιοχής, η Καμόρα, έχει διεισδύσει στην ομάδα της Νάπολι και πιθανότητα πλήρωσε και για τη μεταγραφή σας;». Η κάμερα μετατοπίζεται στο εμβρόντητο πρόσωπο του Ντιέγκο. Σαστιμάρα και σιωπηλός πανικός, σαν ένα κουτάβι που ρίχτηκε ξάφνου στη ζούγκλα. Ταυτόχρονα, ένας προάγγελος.

Η Καμόρα θα εκμεταλλευτεί υποδειγματικά όλες τις αδυναμίες του ευλογημένου της τέκνου. Την αθεράπευτη ανάγκη του για κολακεία, αλλά και τον εθισμό του στην κοκαΐνη και στη χλιδή, αποκτώντας τίτλους ιδιοκτησίας στην αίγλη που τον περιέβαλλε. Rewind στην επίσημη πρώτη του Ντιέγκο με την partenopei φανέλα. O Ντιέγκο θα βγει από την καταπακτή, θα ανέβει τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούν στο χορτάρι και θα αντικρίσει ένα θέαμα κατακλυσμιαίο. Ο Μαραντόνα είναι ο προφήτης, το γήπεδο του Σάο Πάολο στη Νάπολη είναι το Όρος του Ελέους και οι οπαδοί είναι οι πιστοί που έχουν έρθει για προσκύνημα.

Το Ντιέγκο Μαραντόνα, πέρα από όλα τα παραπάνω, γοητεύει αβίαστα επειδή ανατρέχει στον παλμό και τον ρυθμό μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που φαντάζει εκκωφαντικά μακρινή και την οποία νιώθεις να διαπερνά όλο σου το κορμί καθώς το ντοκιμαντέρ βαδίζει με φρενήρη ρυθμό στο πικρό του ρέκβιεμ. Από τα μαρκαρίσματα στον αγωνιστικό χώρο που παραπέμπουν σε ένα άλλο σπορ, πιο ατόφιο, τραχύ και άγριο σε σύγκριση με το δαντελένιο σήμερα, μέχρι τις αντιδράσεις στις κερκίδες και τους δρόμους που άγγιζαν τα όρια της βιωματικής έκστασης και όχι της φωτογενούς πόζας.

829 4

Από την προσωπολατρεία που εκτραχυνόταν σε εκδηλώσεις θρησκευτικής πίστης, με αγιογραφίες, κτερίσματα και τάματα, μέχρι τη διαπλοκή ενός υπέρλαμπρου σταρ στην ίδια τη ζωή της πόλης: ο Μαραντόνα δεν ζούσε σε ένα απροσπέλαστο σύμπαν, αλλά ένιωθε τον παλμό της πόλης στο πετσί του, εγκαινίαζε επιχειρήσεις καθ’ υπόδειξη της Καμόρα, έτρωγε πίτσα σε κοινή θέα, άνοιγε διάλογο με τον κάθε ξελιγωμένο από αγάπη οπαδό, ξενυχτούσε και ξεφάντωνε χωρίς να κρύβεται από κανέναν.

Ή για να το θέσουμε σωστότερα, σχεδόν από κανέναν, καθότι ο Ντιέγκο απέφευγε συστηματικά κάθε επαφή με τον μεγαλύτερο εχθρό του, τα εσωτερικά σκοτάδια. Και κατέληξε να πνιγεί στον ποταμό αγάπης που τόσο λαχτάρησε και προκάλεσε, να λυγίσει από την έλλειψη αυτοσεβασμού, παρά τον ανυπολόγιστο σεβασμό που λάμβανε από παντού. Ένας λυτρωτής που γκρέμισε τα τείχη και ξεσήκωσε τα πλήθη, ένας Ιούδας που έφυγε νύχτα, απομονωμένος και εγκαταλελειμμένος, πληρώνοντας με τόκο τα σπασμένα μιας συσσωρευμένης ασυλίας. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο σπουδαιότερος γητευτής των γηπέδων, που έζησε και πέθανε πάνω από εκατό φορές σε αυτά τα 6,5 ναπολιτάνικα χρόνια πάθους και λάθους.

Γιώργος Παπαδημητρίου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr

Smart Search Module